συνθερμαίνω

συνθερμαίνω
ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθερμαίνω Α [θερμαίνω]
θερμαίνω κάποιον ή κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… …   Dictionary of Greek

  • συνθερμαντικός — ή, όν, Α [συνθερμαίνω] ο επιτήδειος ή ο κατάλληλος να παράγει θερμότητα μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”